ἔπισσαι

ἔπισσαι
ἔπισσαι
Grammatical information: f. pl.
Meaning: `later born daughters' (Hekat. 363 J.); H. also ἔπισσον τὸ ὕστερον γενόμενον.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For the formation cf. μέτασσαι f. pl. `lams of middle age' (ι 221); (perh. also the place names Ἄμφισσα, Ἄντισσα). Derivation uncertain; perh. a τ-ι̯ο-suffix (Schulze KZ 40, 412ff. = Kl. Schr. 71 n. 1), or -κ-ιο-. Acc. to Giles ClassRev. 3, 3f. ἔπι-σσαι would be analogical after μέτ-ασσαι = μετ-οῦσαι with archaic disappearance of the zero grade of the ptc. f. See Schwyzer 472 w. n. 2.
Page in Frisk: 1,542

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεοσσός — ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός) 1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ) 2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου νεοελλ. (ειδικά)… …   Dictionary of Greek

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”